- ὁμοφωνία
- ὁμοφωνίᾱ , ὁμοφωνίαunisonfem nom/voc/acc dualὁμοφωνίᾱ , ὁμοφωνίαunisonfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁμοφωνίᾳ — ὁμοφωνίαι , ὁμοφωνία unison fem nom/voc pl ὁμοφωνίᾱͅ , ὁμοφωνία unison fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοφωνία — Μουσικός όρος κατά τον οποίο μια μελωδική γραμμή συνδυάζεται με άλλους μουσικούς φθόγγους που τη συνοδεύουν, συμπληρώνοντας την αρμονικά και ρυθμικά. Με αυτή την έννοια η ο. διαχωρίζεται τόσο από την πολυφωνία, όσο και από τη μονοφωνία –όπου μία… … Dictionary of Greek
ομοφωνία — η 1. ομοιότητα της φωνής, της γλώσσας. 2. συμφωνία μουσικών ήχων. 3. μτφ., ταυτότητα γνωμών, συμφωνία απόψεων: Η απόφαση πάρθηκε με απόλυτη ομοφωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμοφωνίας — ὁμοφωνίᾱς , ὁμοφωνία unison fem acc pl ὁμοφωνίᾱς , ὁμοφωνία unison fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοφωνίαι — ὁμοφωνία unison fem nom/voc pl ὁμοφωνίᾱͅ , ὁμοφωνία unison fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοφωνίαν — ὁμοφωνίᾱν , ὁμοφωνία unison fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοφωνιῶν — ὁμοφωνία unison fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοφωνίαις — ὁμοφωνία unison fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το … Dictionary of Greek
σύμπνοια — η, ΝΜΑ [σύμπνους] 1. συμφωνία γνώμης, ομοφωνία, ταυτότητα απόψεων (α. «δεν υπάρχει σύμπνοια ανάμεσά τους» β. «μίαν ὁδὸν βοηθείας ταῑς καθ ἡμᾱς ἐκκλησίαις, τὴν παρὰ τῶν δυτικῶν ἐπισκόπων σύμπνοιαν», Βασ.) 2. φρ. «ἐν ἐγαστῇ συμπνοίᾳ» με απόλυτη… … Dictionary of Greek